- χάραξι
- χάραξpointed stakemasc dat pl (epic)χάραξιςincisionfem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χάραξι — Χάραξ pointed stake masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ … Dictionary of Greek
χαρακίας — ὁ, ΜΑ μσν. είδος ψαριού αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χάρακα, στην περιχαράκωση με αιχμηρούς πασσάλους, ή ο αρμόδιος για την κατασκευή τέτοιας περιχαράκωσης 2. το φυτό τιθύμαλλος*, η κν. γνωστή σήμερα γαλατσίδα 3. (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek